- εικοσαπλάσιος
- -α, -ο (AM εἰκοσαπλάσιος, -α, -ον)είκοσι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰκοσαπλάσιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικοσαπλάσιος — α, ο ο είκοσι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον ή από ό,τι ήταν πιο μπροστά: Έχει εικοσαπλάσια περιουσία από τη δική μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰκοσαπλασίων — εἰκοσαπλάσιος fem gen pl εἰκοσαπλάσιος masc/neut gen pl εἰκοσαπλασίων twentyfold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοσαπλάσιον — εἰκοσαπλάσιος masc acc sg εἰκοσαπλάσιος neut nom/voc/acc sg εἰκοσαπλασίων twentyfold masc/fem voc sg εἰκοσαπλασίων twentyfold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοσαπλασίου — εἰκοσαπλάσιος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοσαπλασίῳ — εἰκοσαπλάσιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… … Dictionary of Greek
εικοσαπλασίων — εἰκοσαπλασίων, ον (Α) εικοσαπλάσιος … Dictionary of Greek
εἰκοσαπλασίαν — εἰκοσαπλασίᾱν , εἰκοσαπλάσιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)